- κατατυραννώ
- (AM κατατυραννω, -έω)(επιτ. τ. τού τυραννώ) τυραννώ υπερβολικά, κυβερνώ τυραννικά, φέρομαι πολύ δεσποτικά, καταπιέζω, βασανίζω ανηλεώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τυραννῶ «κυβερνώ τυραννικά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατατυραννώ — και κατατυραννάω κατατυράννησα, κατατυραννήθηκα, κατατυραννημένος και κατατυραννισμένος, τυραννώ υπερβολικά, καταπιέζω: Τον κατατυραννά η σκέψη ότι δε θα ζήσει πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθλίβω — (AM καταθλίβω) 1. πιέζω ισχυρά, καταπιέζω 2. μτφ. καταδυναστεύω, κατατυραννώ νεοελλ. καταλυπώ, στενοχωρώ, πικραίνω πολύ νεοελλ. μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταθλιμμένος, η, ο(ν) υπερβολικά θλιμμένος … Dictionary of Greek
κατατρύχω — (AM κατατρύχω) (επιτ. τ. τού τρύχω*) καταπονώ, καταβασανίζω, κατατυραννώ, ταλαιπωρώ («κατατρύχεται από ἔμμονες ιδέες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύχω «καταπονώ»] … Dictionary of Greek
μυριοτυραννίζω — (Μ) 1. υποβάλλω σε πολλά βασανιστήρια 2. κάνω κάποιον να υποφέρει πάρα πολύ, κατατυραννώ 3. μέσ. μυριοτυραννίζομαι υποφέρω, βασανίζομαι πάρα πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τυραννίζω] … Dictionary of Greek